entreprise | |
gen. | συνεργείο - εργολαβία |
ambient. | κερδοσκοπική δραστηριότητα; κλάδος; επιχείρηση/κερδοσκοπική δραστηριότητα/κλάδος |
econ. | επιχείρηση |
micr. | εταιρεία |
| |||
συνεργείο - εργολαβία | |||
κερδοσκοπική δραστηριότητα; κλάδος; επιχείρηση/κερδοσκοπική δραστηριότητα/κλάδος | |||
επιχείρηση | |||
εταιρεία | |||
| |||
επιχειρήσεις |
entreprises: 1202 a las frases, 50 temas |